εἰσιόντα

εἰσιόντα
εἴσειμι
enter
pres part act masc acc sg
εἴσειμι
enter
pres part act neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εἰσιόνθ' — εἰσιόντα , εἴσειμι enter pres part act masc acc sg εἰσιόντα , εἴσειμι enter pres part act neut nom/voc/acc pl εἰσιόντι , εἴσειμι enter pres part act masc/neut dat sg εἰσιόντε , εἴσειμι enter pres part act masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσιόντ' — εἰσιόντα , εἴσειμι enter pres part act masc acc sg εἰσιόντα , εἴσειμι enter pres part act neut nom/voc/acc pl εἰσιόντι , εἴσειμι enter pres part act masc/neut dat sg εἰσιόντε , εἴσειμι enter pres part act masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλομερής — μεγαλομερής, ές (Α) 1. αυτός που συνίσταται από μεγάλα μέρη («τῶν περὶ τὸ σῶμα ὑγρῶν μεγαλομερέστερα εἰσιόντα», Πλάτ.) 2. μεγαλοπρεπής, πολυτελής. επίρρ... μεγαλομερῶς (Α) 1. με μεγαλομερή σύσταση 2. μεγαλοπρεπώς («ὁ δῆμος μεγαλομερῶς ἐψηφίσατο» …   Dictionary of Greek

  • συσσωματοποιώ — έω, Α [σωματοποιῶ] συνενώνω σε ένα σώμα («συσσωματοποιεῑται δὲ τὰ εἰσιόντα καὶ ὑπὸ τῶν ἐν τῇ γῇ ὑγρῶν κεκρυμμένων», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”